αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
φωτογραμμετρικός — και φωτογραμμομετρικός και φωτογραφομετρικός, ή, ό, Ν [φωτογραμμετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραμμετρία (α. «φωτογραμμετρικά όργανα» β. «φωτογραμμετρικές μέθοδοι») … Dictionary of Greek
ορθοστερεοσκοπία — η (φωτογραμμ.) συνθήκη τής στερεοσκοπικής όρασης στη φωτογραμμετρία, κατά την οποία το τρισδιάστατο όραμα φαίνεται κάτω από την ίδια κλίμακα τού ζεύγους τών στερεοεικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthostereoscopy < ορθ(ο)* +… … Dictionary of Greek
ορθοφωτογραφία — η φωτογραφική εικόνα στη φωτογραμμετρία, η οποία βγαίνει ύστερα από ορθοφωτοαναγωγή κατακόρυφης αεροφωτογραφίας ανώμαλου εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthophotographie < ορθ(ο) * + φωτογραφία] … Dictionary of Greek
σχισμοπινακίδα — η, Ν είδος πινακίδας που χρησιμοποιείται στη φωτογραμμετρία … Dictionary of Greek
φωτογραμμομετρία — η, Ν βλ. φωτογραμμετρία … Dictionary of Greek
φωτογραφομετρία — η, Ν βλ. φωτογραμμετρία … Dictionary of Greek