φωτογραμμετρία

φωτογραμμετρία
και φωτογραμμομετρία και φωτογραφομετρία, η, Ν
1. (τοπογρ.) η τεχνική χαρτογραφίας και τοπογραφίας με τη βοήθεια φωτογραφιών
2. μέθοδος προσδιορισμού τών διαστάσεων τών αντικειμένων με εκτέλεση μετρήσεων πάνω σε φωτογραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photogrammetry < photogram (βλ. φωτόγραμμα) + -metry (< -μετρία*). Ο τ. φωτογραμμομετρία μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραμμετρικός — και φωτογραμμομετρικός και φωτογραφομετρικός, ή, ό, Ν [φωτογραμμετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραμμετρία (α. «φωτογραμμετρικά όργανα» β. «φωτογραμμετρικές μέθοδοι») …   Dictionary of Greek

  • ορθοστερεοσκοπία — η (φωτογραμμ.) συνθήκη τής στερεοσκοπικής όρασης στη φωτογραμμετρία, κατά την οποία το τρισδιάστατο όραμα φαίνεται κάτω από την ίδια κλίμακα τού ζεύγους τών στερεοεικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthostereoscopy < ορθ(ο)* +… …   Dictionary of Greek

  • ορθοφωτογραφία — η φωτογραφική εικόνα στη φωτογραμμετρία, η οποία βγαίνει ύστερα από ορθοφωτοαναγωγή κατακόρυφης αεροφωτογραφίας ανώμαλου εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthophotographie < ορθ(ο) * + φωτογραφία] …   Dictionary of Greek

  • σχισμοπινακίδα — η, Ν είδος πινακίδας που χρησιμοποιείται στη φωτογραμμετρία …   Dictionary of Greek

  • φωτογραμμομετρία — η, Ν βλ. φωτογραμμετρία …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφομετρία — η, Ν βλ. φωτογραμμετρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”